Δεν ξέρω πια τη θέλω και τη στ’ αλήθεια γίνεται γεμίζω ένα κουτάλι νερό και μέσα του πνίγομαι, δεν ξέρω γιατί θέλω για τα πάντα εγώ να ευθύνομαι και για τις πράξεις άλλων εγώ ένοχος να κρίνομαι. Δεν ξέρω γιατί η ξεγνοιασιά ακόμα μου κρύβεται, την ψάχνω από παιδί, μα ποτέ δεν εμφανίζεται, δεν ξέρω γιατί έπαψα να κοιμάμαι κι οι εφιάλτες τριγύρω μου γυρνάνε. Τους βλέπω και στον ξύπνιο μου και προσπαθώ να κοιμηθώ μα φοβάμαι πως αυτό που θα ‘δω θα είναι πιο τρομακτικό. Δεν ξέρω κατά πόσο ζω στ’ αλήθεια αυτό που όντως θέλω ούτε βλέπω αν βρήκα το στόχο μ’ αυτό που έριξα βέλος. Ζωγράφισα επάνω του όλα τα χαμένα όνειρα μου κι έριξα το βέλος όταν ζούσα ακόμα χρόνια παιδικά μου. Και τώρα στα 22 μου δεν ξέρω αν αυτά που ονειρεύτηκα ζω ή αν το βέλος που έριξα άλλαξε πορεία κάπου στον καιρό. Αναπολώντας όμως τώρα τα τότε που είχα όνειρα μου απ’ τη παιδική μου ηλικία, τη χαρά και τη δήθεν μαγκιά μου ψάχνω για το άτομο που απ’ το χέρι θα με τράβαγε κοντά του και θα μου έλεγε για όλα αυτά που θα έβρισκα μπροστά μου. Να μου μίλαγε για όλα αυτά που δεν μου εξηγούνται πως μπορούν μυαλό και καρδιά να συγκρούονται. Για τις πληγές που ανοίγουν ο ένας στον άλλο να καυχιούνται και να ξεχνάνε πως στο ίδιο σώμα κι οι δυο τους μέσα ζούνε. Ας μου μιλούσε τουλάχιστον γι’ αυτό που λένε καρδιά και πως μπορεί χωρίς το μυαλό το σώμα αυτή να κυβερνά και γιατί όταν το κάνει ανθίζουν τα πιο όμορφα άνθη μα όταν πιάσει καταιγίδα γίνονται όλα ένα αγκάθι. Ας μου εξηγούσε τουλάχιστον για τη δύναμη της λογικής και πως είναι όταν αυτή το σώμα κυβερνή. Ότι βλέπεις τ’ άνθη μόνο πίσω απ’ το τζάμι μα όταν πιάσει καταιγίδα δεν σε τρυπάει κανένα αγκάθι.