Κάνω το χαρτί μου χαλί και το στυλό μου ραβδί και πάω μια βόλτα λίγο πάνω απ’ τη γη σ’ ένα σύννεφο να ανέβω και να φύγω απ’ όλα τα μικρά για λίγο να ξεφύγω. Απ’ όλα αυτά που μου φαίνονται γνωστά να σαλπάρω να ανταμώσω όλα τ' άγνωστα, μάζεψα λοιπόν ότι δεν συμβάδιζε και πέταξα και μέσα σε κάτι σύννεφα μαύρα ξάφνου έπεσα κι εκεί μέσα για λίγο κάπου χάθηκα ήταν μια στιγμή μα σαν χρόνο την φαντάστηκα. Όλα αυτά που είδα στην καρδιά μου τα κράτησα κι όταν επέστρεψα με λέξεις τα ζωγράφισα πέταξα που λες πάνω απ’ τη πόλη και είδα πράγματα κι όλα αυτά που είδα μου φαντάζανε αφάνταστα. Είδα ανθρώπους να ζουν μες τα χαλάσματα να ξυπνούν και να ζουν νεκροί σαν τα φαντάσματα και δίπλα ένα σπίτι με μια τύπισσα που ‘χε όλες τις ανέσεις και ζούσε σαν πριγκίπισσα. Πιο κάτω έναν τύπο στα κουρέλια νε πεθαίνει απ’ τη πείνα και δίπλα του ένας κύριος να διαβάζει χαλαρά εφημερίδα, αδιαφορώντας αν κάποιος δίπλα του πεθαίνει θέλει μόνο καθαρό το Armani του να έχει. Στα φανάρια λίγο πιο κάτω είδα παιδιά να πουλάνε χαρτομάντιλα και εσύ να μην τους δίνης δυο δεκάρικα, αυτοί ρε δεν έχουν ούτε δεύτερα ρούχα για να φορέσουν και εσύ φίλε στην καρέκλα σου καλύτερα βολέψου. Είδα χιλιόμετρα πέρα έναν τύπο με σθένος να προστάζει και στα σύνορα ένα μπάτσο να πυροβολεί να μην διστάζει, και μια οικογένεια στα δυο να σπαράζει. Είδα τύπους στα μαύρα να μιλάν για λιτότητα αυτούς που αλλιώς είναι η δικιά τους ταυτότητα κι αυτοί που τους ακούνε να ‘ναι τυφλά προσηλωμένοι να τους βλέπουν μόνο οι δίπλα ότι είναι αφοσιωμένοι. Είδα και παιδιά να κλέβουνε γονείς για να πάρουν ένα εισιτήριο μισοτιμής και ασφαλίτες να τους συλλαμβάνουν και να κλέβουν το εισιτήριο για χάρη τους. Είδα κι άλλα πολλά εκεί στον ουρανό και τα κράταγα μέσα μου σαν μυστικό στην καρδιά μου τα’ κρυψα να πονάω μόνο εγώ μα έφτασε η στιγμή να τα πω.