Το πρωί τον ξυπνούσε γλυκά ένα αστέρι που το βράδυ ήταν το πιο φωτεινό και διάλεγε να πέσει για να ‘χει την τιμή να δει την πρώτη του ματιά και μετά να γίνει σκόνη να χαθεί στο πουθενά το πρωινό του το ετοίμαζε ένας ξινός παπαγάλος μα του άρεσε γιατί ήτανε έξυπνος σαν γάτος τις ώρες που δεν ήτανε έξω να εξερευνά ήταν στο σπίτι του κι έγραφε λόγια ποιητικά είχε στο χέρι ένα κλαδί με αγκάθια και κάθε φορά πίεζε το δάχτυλο σ’ ένα από δαύτα κι άφηνε το κλαδί να απορροφήσει το αίμα που θα έβγαζε αυτό ήτανε το στυλό του και μ’ αυτό τα λόγια του έγραφε έγραφε λόγια περίεργα, λόγια όμορφα λόγια αλλόκοτα και γι’ αυτόν πολύτιμα τα έγραφε για τον κόσμο που ζούσε έναν παράδεισο που ζωντανό τον κρατούσε τα έγραφε πάνω σ’ ένα γκρίζο χαρτί και το έβαζε σε μια κορνίζα για να θυμάται τη στιγμή.