Τη να πρωτοπώ και τη να πρωτοκάνω
έχω τόσα στο μυαλό μου που αρχίζω να τα χάνω
έχει καιρό το στυλό μου να πάρω 
μα που και που βρίσκω χώρο και ξελασκάρω.

Βρίσκω χώρο στο χαρτί και ξεφρικάρω
μα τη να πρωτοπώ και τη πρώτο να βγάλω 
από τα εσώψυχα μου που τα θάβω 
μέσα σε σκέψεις και τα ξεκάνω.

Λοιπόν χαραμίζω το μελάνι επάνω στο χαρτί
λόγια που δεν έχουν σημασία μα έχουν ειπωθεί
κι αν τα ακούσεις ίσως σου φαίνονται ανούσια 
και το τίποτα ζητάει πληρεξούσια.

Να του τα δώσω με απλότητα χωρίς μαράζι 
κι ας έχω γράψει κάτι που έκανε κάποιους να κλάψει 
δεν σκύβω το κεφάλι κι ας λέω δεν πειράζει
αν τις καταθέσεις της ψυχής μου έχουν ξεχάσει.

Και με τον αέρα που χρεώθηκα συνεχίζω 
και σε κανέναν πλέον δεν ελπίζω
κάποτε στους στοίχους μου μ’ άκουσες να βρίζω 
κι άλλοτε μ’ αυτούς ήθελα τρυφερά να σου μιλήσω. 
Κάποιες φορές τα ‘γραφα για άλλους ενώ ήτανε για σένα
κι άλλες τα ‘γραφα για σένα μα όλα πάντα μένανε θαμμένα
και κάπου μέσα στα καλύτερα κομμάτια 
σκεφτόμουν πως θα βλέπανε τα δικά σου τα μάτια.

Μέσα από τοίχους στοιχειωμένους
κι από διαδρόμους πολλή μπερδεμένους
προσπαθώ να λύσω κόμπους σφιχτοδεμένους
και να ελευθερώσω στοίχους κλειδωμένους 
Κι ένας άγγελος που ‘χει γλυκιά μου τ’ όνομα σου 
ήρθε και φώτισε την σκοτεινή την καρδιά μου 
και ξεκλείδωσε μια για πάντα όλα τα όνειρα μου,
δίνοντας μου πάλι αυτά που μου ‘χαν κόψει φτερά μου.

Αυτό το κομμάτι όταν ξεκίνησε δεν θα γραφόταν για σένα
μα σε σένα με οδήγησε η όμορφη και η τρυφερή μου πένα.
Όταν ξεκίνησα κάτι είχα χάσει, μα ήρθε μόνο του στη σκέψη μου και με βρήκε 
έλειπε η Μούσα μου, μα μου έκανε τη χάρει και τελικά δίπλα μου ήρθε 
και μου έκλεψε στιχάκια
χωρίς όμως αυτήν δεν γράφω τα βράδια
και δεν το ‘χω διορθώσει καθόλου 
ότι διαβάζεις είναι γραμμένο επιτόπου.

Ένας άγγελος επίγειος 
μια ψυχή του εαυτού της ο κύριος
μια γλυκιά πεισματάρα καρδούλα 
μια κοπελιά, των τραγουδιών μου η μούσα.

Κάθισα και το έγραψα χθες λίγο πριν πάω για ύπνο το βράδυ,
εύχομαι τώρα που το διαβάζεις να σε συγκινήσει, και να χαμογελάσεις.