Θέλω να καταστρέψω τον κόσμο, να τον φτιάξω στα μέτρα μου κι αν όχι, να αυτοεξόριστό, μόνος μου να ζω την τρέλα μου, μα ένα σύντροφο, συνοδοιπόρο θέλω μαζί μου να μου φροντίζει την κάθε ψυχική πληγή μου. Όταν κουραστώ να μου δίνει ανάσες κι όταν πνίγεται να διώχνω τις αυταπάτες. Αυτοεξόριστοι κι οι δυο απ’ τον κόσμο τον δικό τους σ’ ένα παράλληλο κόσμος να ζουν το όνειρο τους να μην ζούνε στα ρηχά και να σκέφτονται κοινόχρηστα ν’ αφήσουν πίσω τους τα κοινά και τα υπόλοιπα. Να σπάσουν τον κλοιό των πρέπει και των μη και να ζουν μόνοι τους την δικιά τους διδαχή. Την δικιά τους εκδοχή γι’ αυτό που λένε ζωή κι όχι αυτή που μάθανε πως πρέπει όταν ήτανε μικροί. Σπασμένες οι χειροπέδες απ’ τα χέρια τους μα τα σημάδια τους ακόμα κυλάνε στο αίμα τους κι αν κάτι έμαθα σ’ αυτή την ιστορία είναι πως ο βυθός συνάγει με την ελευθερία κι αν κάτι γνωρίζω απ’ αυτήν την χημεία είναι πως γράφεται είδη η δικιά τους ιστορία.