Ένα απόγευμα θλιμμένο σαν κι αυτό μου φέρνει αναμνήσεις από έναν αλλόκοτο καιρό, τότε που βρήκα για μένα τον τρόπο να σωθώ κι αφού μοιάζει σαν εκείνο μου ήρθε στο μυαλό. Όπως τότε έτσι και τώρα το ίδιο είχε συμβεί μα άλλαξε λίγο στην πορεία η ιστορία, μην μπερδευτείς, θυμάμαι τότε ήθελα κάπου μακριά να κρυφτώ, να μην με βλέπει ο ήλιος, σε κανένα να μην μιλώ. Μακριά απ’ όλες τις χαρές, τις λύπες, τα σωστά και τα λάθη, να κρίνω μόνος μου την ουσία της κάθε μου πράξης. Έτσι μάζεψα τα λιγοστά υπάρχοντα μου κι ούτε μια τσάντα δεν γεμίσαν αφού ήταν όλα στη καρδιά μου και κίνησα να πάω στο σπίτι όπου μένει η μοναξιά μου ήξερα πως θα ήτανε εκεί και πως θα έμενε κοντά μου. Στη διαδρομή άφηνα σημάδια δικές μου στιγμές αν τυχών μετάνιωνα και γύριζα στο χθες, έφτασα λοιπόν στο σπίτι της καλής μου με καλοδέχτηκε γιατί ήξερε πως το να πάω ήταν επιλογή μου. Δεν με διώξανε της είπα, ούτε μπορούσα να τους διώξω κι έτσι διάλεξα για μάνα αυτό το δρόμο. Το ήξερε είδη μα ήθελα να της το πω, δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω της, είχα καιρό να τη δω. Κάθισα λοιπόν κι άναψα το τζάκι ρίχνοντας μέσα όλα τα μπράβο για όλα όσα θεωρούσα λάθη. Άνοιξα κι ένα μπουκάλι κόκκινου κρασιού φτιάχνοντας μορφές απ’ την ανάδυση του καπνού. Ήμουνα κουρασμένος από το ταξίδι μα σκεφτόμουν πως θα έπρεπε να το ‘χα κάνει είδη κι όχι τώρα, τώρα θα νομίζουν πως είμαι δειλός αφού όλα τα δύσκολα τύχανε αυτό τον καιρό. Μα αλήθεια δεν με νοιάζει καθόλου, είναι το 1ο βράδυ κι όλοι ψάχνουν τους λόγους.