Ανταμώνω τα όμορφα πριν βραδιάσει ξαφνικά, άνοιξα μια πόρτα τυχαία και σε είδα μπροστά, δεν το περίμενα, μου φάνηκε αναπάντεχο, λες και έψαχνα για να βρω το ομορφότερο. Μα δεν το ‘κανα πιο πριν, τ’ ανέβαλα για χρόνια δεν θυμάμαι καν πόσα ήρθαν και φύγανε χιόνια. Πόσοι ήλιοι ανάψανε και σβήσανε πόσα φεγγάρια ανεβήκανε και κατεβήκανε. Πόσα αστέρια από τότε έχουνε πέσει και πόσα σύννεφα από τότε αλλάξανε θέση. Δεν έψαχνα τίποτα γιατί νόμιζα πως είχα αυτό που όντος ήθελα και απλά απείχα απ’ το ψάξιμο στο καιρού τον λαβύρινθο να βρω το κέντρο του χωρίς το αντίτιμο. Χωρίς να με βοηθήσει κανέναν δεν ήθελα χέρι μόνος μου ήθελα να βρω την άκρη κι ότι θέλει ας φέρει. Με προσπέρασαν τα χρόνια κι εγώ στο λαβύρινθο μέσα κι αν έβρισκα τη λύση δεν πίστευα πως θα βγω από μέσα και με τον καιρό μου φάνηκε σαν ψέμα κι αποφάσισα να δώσω ένα τέρμα στην αναζήτηση και ξάφνου με βρήκε αυτή, βγήκε απ’ αυτό που την κρατούσε στο κλουβί κι ήρθε στα πόδια μου μόνη της η ζωή ζητώντας μου να την ζήσω χωρίς να την αφήσω ούτε στιγμή από κοντά μου, με παρακάλεσε αφού είχε δει τα δάκρυα μου. Νόμιζε πως έκλαιγα επειδή δεν την βρήκα δεν ήξερε πως με βρήκε αφού την θρήνησα, την έθαψα βαθιά μέσα στο μυαλό μου κι έκανα τον θάνατο της γιατρικό μου. Της γυρίζω τώρα πλάτη αφήνοντας της το ποτό μου, το πικρό κι ανόθευτό μαζί με το ψυχρό μου χάδι απλόχερα της έδωσα μα για χάρη της απόψε αυτό το τραγούδι της έγραψα.