Ένα όμορφο της Κυριακής δειλινό κι εγώ μέσα στο σπίτι, τους τοίχους να κοιτώ, κίτρινοι πλέον απ’ τους καπνούς και μέσα απ’ αυτούς σε φέρνω στο νου. Μα δεν μου είναι αρκετό και βγαίνω έξω κρατώντας το στυλό, ένα καφέ, δυο κόλλες κι ένα τσιγάρο, θα σε ζωγραφίσω με λέξεις πιο κοντά σου να φτάσω, κάθομαι λοιπόν και βλέπω το φως του ήλιου να γέρνει στα φύλα απ’ τα δέντρα του κήπου και κάπου ανάμεσα στου φως τη γαλάζια διαδρομή βλέπω ξαφνικά τη δικιά σου τη μορφή. Το πρόσωπο σου, το χαμόγελο σου κι είσαι εσύ, είναι το αληθινό σου. Γυρνάω στο χαρτί παίρνοντας το στυλό προσπαθώντας να το αποτυπώσω μα τόσο μικρό το ταλέντο μου για να ζωγραφίσεις αυτή την ομορφιά που δεν χρειάζεται λέξεις να τη στολίσεις και γυρίζεις για λίγο το πρόσωπο σου κι ο αέρας παίρνει τα μαλλιά στο γυρισμό σου κι είναι τόσο μαγικό δεν σου αρέσουν οι φωτογραφίες μα πως να το γράψω εδώ. Φτηνό το χαρτί, φτηνό και το μελάνι κι όσο προσπαθώ να σε ζωγραφίσω πέφτω σε πλάνη, θα γυρίσω στο σπίτι να σε κοιτάω στους τοίχους όπου μου μιλάς με περίεργους ήχους. Θα βλέπω τη μορφή σου μέσα απ’ τους καπνούς όταν αλκοόλ και νικοτίνη μου νικάνε τους παλμούς.