Τη μου ζητάς ομορφιά μου αυτή την ώρα να σκεφτείς αν θα είμαστε μαζί στην ανηφόρα; ότι όμορφο σου πρόφερα στο χρόνο σου το πρόσφερα, για ότι όμορφο σου είπα πως άξιζες στο ‘φερα σιγά και το άγγιξες, δύο ψυχές ασυμβίβαστες να μιλάνε με στοίχους, για δες, στοίχους που γράφουνε οι δικές τους ψυχές… δεν ήμαστε μικροί μα το κύμα συναισθημάτων μεγάλο μας προκαλεί για το καινούργιο μας λάθος, ξανά στην παγίδα του χρόνου ξανά στο παιχνίδι του πόνου, μου ζητάς λίγο μόνη να σ’ αφήσω να σκεφτείς αν θες να είμαστε μαζί στο λέει ακόμα κι η δικιά σου ψυχή, μην το αρνηθείς και μην την βγάλεις ψεύτρα γιατί του ονείρου θα είσαι μια κλέφτρα, εγώ εδώ να μου δίνεις τα χέρια μαζί με όλα τα αστέρια που κρατούσα να σου δώσω αν μείνουν στα χέρια μου θα ματώσω, πώς να στο πως πιο καθαρά πως μας βλέπω μαζί στο μπροστά ίσως «μάλλον κάτι ξέρω» και τώρα χαμογελάς, το ξέρω… πως εμείς οι δυο ταιριάζουμε το τέλος που σκέφτεσαι διάγραψε… Ένας φάρος χωρίς ωκεανό είναι κρίμα να φωτίζει το τίποτα, χωρίς καμιά ελπίδα… ένας ωκεανός χωρίς φως στα σωθικά του είναι κενός, δεν μπορείς να δεις την ομορφιά του…