Είχα ανάψει κεριά όταν έφτασα στο σπίτι δεν προβλεπότανε πικρό το ξενύχτη, το φανταζόμουν γλυκό, γεμάτο φιλιά κι όχι σαν μια καλοδεμμένη θηλιά. Κοίτα τα, καίγονται όπως τα λάθη μας λιώνουν και στάζουν σαν την αγάπη μας, αφήνουν λεκέδες να θυμίζουνε τα πάθη μας και σιγοσβήνουν όπως τελειώνει η φάση μας. Τελείωσε το έργο μα δεν το είδες όλο, κάπου απουσίαζες κι έχασες το μόνο κομμάτι που θα μπορούσε να σε συγκινήσει και θα σ’ έκανε την καρδιά σου να μου ανοίξεις. Την είδα εγώ την σκηνή και καλά την θυμάμαι την διάβασες στο τραγούδι που σου έγραψα αν θυμάσαι. Μιλώ για τη σκηνή που καθαρίζω μ’ αγάπη την αυλή σου και διώχνω τα δαιμόνια να ομορφύνει σα τη φωνή σου. Που έκοψα τ’ αγκάθια κι ότι σε πλήγωνε, έδιωξα τα σκοτάδι κι ότι σε στοίχειωνε και φύτεψα εκεί μέσα ότι θα μπορούσε να σε γλύκαινε, φτιάχνοντας και μια αγάπης φωλιά άμα θέλεις να κρύβεσαι. Αυτά ήταν όμως στο πρώτο μέρος εσύ γύρισες και είδες μόνο το τέλος, μα έπαιζε η εναλλακτική του έργου εκδοχή, που σ΄ αυτήν καρδιά μου δεν είμαστε μαζί. Κι αν δεν σ’ άρεσε όλο αυτό που είδες γυρίζω το επόμενο με πιο πολλές ελπίδες κι αν ποτέ τα φέρει η τύχη να σε ανταμώσω κι αυτό το κομμάτι της ψυχής μου να σου δώσω θα ‘ναι σ’ ένα λιμάνι λίγο πριν να χαράξει εκεί καρδιά μου που μ’ είχες πρώτα γλυκοκοιτάξει.