Αν σ’ αναστατώνουν οι στίχοι μου συγχώρα με μα πάντα βγάζω ότι έχω μέσα μου, αυτό το είπαμε, πέθανε η χαρά πεθάνανε κι οι γλύκες και τώρα βγαίνουνε απ’ το στυλό μου μόνο πίκρες, διαβάζοντας αυτά που γράφω την ψυχή μου μάλλον είδες πες μου αν σε στοιχειώνουν κι εσένα οι μνήμες σαν χαμένες σκηνές από χαμένες παρτίδες από ανείπωτα λόγια που ποτέ σου δεν είδες μα δεν σε τρομάζουν εσένα δεν σε πιάνουνε φρίκες απ’ όλα αυτά που στην ψυχή μου μέσα είδες οι γλυκές αναμνήσεις γίνανε απόκομμα εφιάλτη μακρύς ο δρόμος στο όνειρο μου και γεμάτος λάθη ένας λαβύρινθος κι εγώ μέσα του χαμένος μα με ξύπνησαν προτού να βρω το τέλος μα και που ξύπνησα το ίδιο παραμύθι να ψάχνω να βρω του πόνου μου τη λύση μα τώρα φαντάζει πιο αληθινό κι είναι στ’ αλήθεια πιο τρομακτικό και μένω κλεισμένος μέσα στο σπίτι σαν κρατούμενος που του αναβλήθηκε η δίκη θαμμένος στο τάφο μου να περιμένω κάποιον να μου φωνάξει για να ζωντανέψω κάποιο φίλο, ίσως κάποιο γνωστό ίσως κι εσένα που ‘χω καιρό να σε δω μα έδεσα τα χέρια μου κι έκλεισα τα αυτιά μου κι άφησα για μόνη παρέα μου την μοναξιά μου αυτή με ξέρει απ’ όλους πιο καλά της μοιράστηκα τα πιο κρυφά μου μυστικά και δεν με πλήγωσε ποτέ της έφυγε όταν ήρθες μα τώρα μου ξανάπλωσε το χέρι το περίμενε, ήξερε πως θα φύγεις περίμενε κάπου κοντά για να μου θυμίσει ότι αυτή δεν με πλήγωσε ποτέ κι ας την λάβωσα κάποιες φορές αυτή άντεξε κι έμεινε στο πλάι μαζί μου και να ζω μ’ αυτήν τώρα τη ζωή μου.