Κοιτάω τον ουρανό μα τίποτα δεν βλέπω κι αναρωτιέμαι αν ακόμα μέσα μου έχω τη δύναμη για να αντέξω γερά να σταθώ και να παλέψω και τότε στο μυαλό μου πάλι φέρνω τα λόγια του πατέρα μου και λέω πως ότι κι αν ονειρευτό μόνος θα το καταφέρω τα δόντια σφίγγω να μην φανεί πως κλαίω. Γυρνάω στα σοκάκια και δακρύζω και με τα δάκρυα μου χτίζω παλάτι πίκρας που ελπίζω ποτέ να μην τελειώσει και να ζήσω. Τη ζωή μου να τη βγάλω από το γκρίζο μα όπου κι αν πάω συνεχίζω να ζω μέσα στο λάθος και την καρδιά μου να σκίζω το χαμό μου μόνος μου συνεχώς να περιτριγυρίζω. Θέλω να βγω μέσα από το βούρκο και τη φωνή της βροχής να ακούσω την ψυχή μου με χαρά να τη λούσω τα όνειρα μου ελεύθερα να αφήσω- κι όσο πετάνε να μου φωνάζουνε πόσο γαλήνια είναι πλέον εφόσον γίνονται αληθινά, αλήθεια όμως -πριν απογοητευτώ μαχαίρι στη καρδιά θα καρφώσω.