Απόψε έχω ραντεβού σημαντικό με τον εαυτό μου, τον έχω χάσει εδώ και μήνες, ψάχνω τον αριθμό του. Έχει φύγει, δεν μένει πια μαζί μου ίσως τον θύμωσε κάποια επιλογή μου κι έφυγε χωρίς να συζητήσει, χωρίς καν εξηγήσεις να ζητήσει. Τον έψαξα σε μέρη που πήγαινε για να κρυφτή όταν δεν του είχε μείνει καμία άλλη επιλογή, τον έψαξα στους δρόμους, σε στέκια παλιά, μέσα σε μπαρ και στην παλιά μου γειτονιά. Όσο κι αν τον έψαξα δεν τον βρήκα πουθενά λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε απλά. Πήρα τους φίλους μου να δω αν έχουν νέα του μα τον χάσανε κι αυτοί δεν είχαν καθόλου νέα του. Ρώτησα κάποιους τρίτους να μου πουν αν γνωρίζουν μα δεν τον θυμόντανε καν και ότι δεν τον υπολογίζουν. Με τον αδερφό του έχει να μιλήσει καιρό κι η μάνα του μου ‘πε πως δεν μένει πια εδώ, ο πατέρας του είχε καιρό να τον δει κι η μεγάλη του αγάπη μου είπε πως δεν είναι πια μαζί. Τρελάθηκα και νόμιζα πως θα τα έχανα κι άρχισα να πιστεύω πως δεν θα τον ξανάβλεπα. Στο σπίτι μου αργά χθες το βράδυ γύρισα και στο κρεβάτι μου για λίγο ξάπλωσα και λίγο πριν το τσιγάρο ν’ ανάψω μια φωνή ψιθυριστή ακούω στο βάθος που δυνάμωνε σε στιγμή της στιγμής, κοιτάζω στον καθρέφτη κι ήταν εκεί και μου λέει πως από εδώ δεν έφυγε στιγμή τον έψαχνα αλλού μ’ αυτός ήταν εκεί. Μου λέει πως ήταν εδώ όλον αυτό τον καιρό και πως εκεί δεν έψαξα ποτέ να τον βρω, ήταν εδώ μαζί μου και μ’ έβγαλε ψεύτη ποτέ μου δεν είχα κοιτάξει στον καθρέφτη.