Ήθελα κάτι να πω και ξάφνου κοίταξα ψηλά, ο ουρανός καθαρός και μέσα του τόσα πολλά, αυτός μου φώναξε έξω αυτό το απόγευμα κι ο ήλιος να φωτίζει των σκέψεων το πέρασμα. Σ’ άκουσα ουρανέ κι έπιασα την πένα κι αφού έχει ήλιο, γράφω για σένα, τη κι αν δεν έχω πιεί – πάλι μεθυσμένα τα λόγια που θα αφήνω ένα – ένα. Οι πράξεις είναι σαν τα δέντρα από κόπους και θέλω ποτισμένα μα πριν απ’ αυτό ήταν στίχοι και λόγια, που πήραν ζωή με τη θέληση της μπόρας. Κι ακόμα πριν απ’ αυτό ήταν σκέψεις που ίσως ντρεπόσουν να προφέρεις έπινες λοιπόν λίγο θάρρος με παγάκια, κι άφηνες τις σκέψεις να γίνουν λόγια με στιχάκια. Κι αυτά σου δείχνανε το δρόμο για να ζωντανέψουν έτρεχες μαζί τους μην ξεμείνουν και χαζέψουν, και μείναν λόγια σαν μοιρολόγια σαν δείχτες σε χαλασμένα ρολόγια. Σαν κλάμα για κάτι που ζει και περιμένεις να πεθάνει σαν κάτι που θυμάσαι και προσπαθείς να ξεχάσεις, έτσι κάνω κι εγώ όλα τα λόγια μου πράξεις σαν δέντρα που βγάλαν καρπούς που θες να αρπάξεις. Κι αν δεν μιλάω τελευταία στους γύρω μου πολύ είναι που έχω κουραστεί μα και τότε μαζεύω τα λόγια μου που λεν πως δεν θ’ αρκεστώ στη σιωπή, τα λόγια μου που μου λένε ζήσε τα λόγια κι όχι τα λόγια που μου λένε ζήσε στα λόγια. Παίρνοντας μαζί μου μόνο επιλογές, θάρρος κι αλήθεια, αφήνοντας πίσω μου φόβους, ψέματα και ζήλια, λόγια λοιπόν είναι αυτό το κομμάτι με συγχωρείται που το κλείνω μα πάω να το κάνω πράξει.