Θα ήθελα να ήμουν το βιβλίο που τα μάτια σου διαβάζουν οι φράσεις του κειμένου που στα μάτια σου κοιτάζουν, να με βάζεις απ’ τα μάτια μέσα στο μυαλό σου να χάνομε μέσα στο αχανές όμορφο εγώ σου. Από τις φράσεις να μπορούσα να σπάσω σε λέξεις και κάθε μια απ’ αυτές στο μυαλό σου να ταξιδέψει. Να γνωρίσει τις σκέψεις σου που είναι μέσα σε λίμνες σκέψεις σε απέραντους βυθούς που ποτέ σου δεν είπες. Να γνωρίσεις σκέψεις που αυτή της γέννησε και κάτι δικό της στο μυαλό σου μέσα άγγιξε, να κολυμπήσουν στους ωκεανούς του μυαλού σου μαζί με δελφίνια που θα αφήνεις στους λυγμούς σου, να πετάξουν στους πιο γαλάζιους ουρανούς σου μα και στους πιο σκοτεινούς βυθούς σου. Μα είναι τόσο απέραντο και αχανές αυτό το μυαλό που οι λέξεις δεν θα άντεχαν να το γνωρίσουν όλο αυτό, έτσι έσπασαν από φράσεις οι λέξεις, σε μονά και μόνο γράμματα κι όταν κουράζονται να φτιάξουν λέξεις για καινούργια περάσματα, θα ξεκουράζονται έχοντας άπλετο χρόνο μπροστά τους να καλύψουν όλες τις πτυχές του μυαλού σου και μαγκιά τους, αν το καταφέραν αυτό, που κανείς τους δεν έχει καταφέρει να γνωρίσει όλες τις σκέψεις σου και στη ζωή να της φέρει. Δεν ξέρω ποια φράση θα το καταφέρει αυτό ίσως από ένα βιβλίο, ίσως σε κάτι που έγραψα εγώ, ίσως σε κάτι που έγραψα εγώ για σένα παίρνοντας τα γράμματα όλα ένα – ένα, κι έφτιαξα λέξεις, βάζοντας τις σε σειρά για να σου φτιάξω μια φράση που απλά θα σε κοιτά.