Κάθισα απόψε να πιώ το φεγγάρι και παράγγειλα ένα ακόμα σου χάδι, μου είπαν πως όλα τους τελείωσαν και πως γι’ αυτά που ήπια διπλά με χρεώσαν. Τους ρώτησα γιατί και μου ‘παν πως θα έπρεπε να ξέρω, έψαξα να βρω τις απαντήσεις μα με πέταξαν έξω και μου είπαν από δω να μην ξανά περάσεις και τα χάδια της μια για πάντα να ξεχάσεις. Μα πως μπορώ στ’ αλήθεια να τα ξεχάσω, αφού όπου κι αν πάω γι’ αυτά ρωτάω και μέσα σε ξένα χάδια ψάχνω τα δικά σου με χαϊδεύουνε γλυκά μα δεν είναι σαν τα δικά σου. Γι’ αυτό και τα διώχνω, τα κάνω όλα πέρα και βγαίνω στους δρόμους μέχρι να βγει το φως της μέρας, ψάχνω τα δικά σου και πως θυμίζει η αγκαλιά σου, ψάχνω για να θυμηθώ τη μυρωδιά απ’ τ’ άρωμα σου. Μα δεν τα βρήκα όσο κι αν έψαξα πουθενά και σαν τον ξένο γύρισα σπίτι ξανά, πήγα για ύπνο μα στα αλήθεια δεν θυμάμαι να κοιμήθηκα ποτέ με βρήκε το πρωί αγκαλιά με μια φωτογραφία μας στον καναπέ.