Τα πρωινά το φεγγάρι έπαιρνε ένα αλλιώτικο χρώμα
όπως του ήλιου τα βράδια που φώτιζε το χώμα
σαν από μίγμα δυο σπάνιων λουλουδιών
όπως του kokia και του campion.
Ήταν όλα τόσο μαγικά 
που ήθελε να μείνει εκεί παντοτινά 
ώσπου ένα βράδυ άφησε κλειστά τα φτερά 
τις ονειροπαγίδας που του ‘χε φτιάξει με χαρά 
μια κουκουβάγια πριν στο άγνωστο πετάξει
λίγο πριν το βράδυ να χαράξει.


Τότε λοιπόν οι εφιάλτες δεν αργήσανε να φτάσουν 
να του πουν τη συμβαίνει, να τον προφτάσουν 
να του πουν τι έχει όντως συμβεί 
κι έχει εδώ κάτω μόνος του βρεθεί. 

Ήτανε ένα πρίγκιπας… ένας μορφονιός… 
που ζούσε τη ζωή του κάπως αλλιώς….
ώσπου μια μέρα αποφάσισε μέσα να χαθεί 
στον βυθό των ματιών μιας αλεπούς μα έχει πνιγεί
και βρίσκεται τώρα κλειδωμένος 
σ’ ένα δωμάτιο κλινικής υπνωτισμένος 
έχοντας συνεχώς περίεργες παραισθήσεις 
πως κρατά το φεγγάρι για την αλεπού όταν γυρίσει.