Δείξε μου το δρόμο για την έξοδο από το λαβύρινθο αυτό, είμαι μέσα καιρό και να βγω στ’ αλήθεια δεν μπορώ. Νόμιζα πως ήταν παιχνίδι και μπήκα για να παίξω και δεν το ήξερα πως ήταν δύσκολο να βγω πλέον έξω. Άφηνα τις ανάσες μου στους τοίχους σαν σημάδια μα όταν επέστρεφα είχε φυτρωμένα αγκάθια, Αρχίζω και τρελαίνομαι, οι τοίχοι ζωντανεύουν σαν πανί με ταινία, την ζωή μου να παίζουν. Αναμνήσεις σαν ύαινες να μου γελάνε δυνατά κι εγώ από τοίχο σε τοίχο να χτυπιέμαι αργά. Οι αναμνήσεις μια – μια βγαίνουν από τους τοίχους και τραγουδούν παλιούς που έγραφα για αυτές στοίχους. Ήχους περίεργους ακούω πλέον στ’ αυτιά μου και την έξοδο δεν βρίσκω παρά μόνο στα όνειρα μου, που ήτανε κι αυτά εδώ, χαμένα από καιρό τα ακολούθησα μα με οδηγήσαν σε κενό, σε παγίδες που απέφευγα όταν έψαχνα τις λύσεις και φωτιές που άναβα για να τα κάψω πριν τη δύση. Πριν πέσω μέσα κι εγώ, ξάφνου με πιάνει από το χέρι η θλίψη και στα λημέρια της με παίρνει. Ήτανε κι αυτή μες τον λαβύρινθο μα δεν έψαχνε τον ένοχο, καθόταν ήρεμη στα σκοτεινά και στοίχειωνε τον ένοχο. Σαστισμένος και θλιμμένος, έφυγα τρέχοντας από κοντά της και βρίσκω μια γνωστή μου που δεν μπορούσα μακριά της. Μα δεν ήτανε η ίδια όπως την ήξερα στοίχειωνε όλα τα όμορφα και ήρεμα. Η μοναξιά μου είχε πλέον αλλάξει αυτό ήταν που με είχε όντως τρομάξει. Γονάτισα παρατώντας τα στο πάτωμα, άλλο δεν άντεχα, μου 'παν πως η ζωή είναι λαβύρινθος, δεν μου είπαν ψέματα κι εγώ νόμιζα πως θα έβγαινα αλώβητος έτσι μπήκα και γνώρισα τον όλεθρο.