Η μέρα ξεκίνησε κι ένας ήλιος αλήτης με ξύπνησε
μου φώναξε να βγω έξω, σα να με γύρεψε,
μου ‘πε βγες, δες και μύρισε,
άγγιξε, ζήσε και συγύρισε.
Τότε έβαλα σκέψεις μέσα στο μυαλό μου 
αν όλα όσα γίνονται βγαίνουν σε καλό μου,
αυτά που γίνονται κυρίως από τρίτους 
κι επηρεάζουν σαφώς και τη ζωή μου.
Ή μήπως είμαι απ’ τους λίγους 
που δεν επηρεάζονται από λίγους,
αφού έφτιαξα ένα κόσμο ολότελα δικό μου 
και μοιράζω όπως θέλω το μερτικό μου.
Άλλες φορές λειψό και άλλες φορές ανώφελο,
άλλες φορές μισό κομμάτι κι άλλες το ωραιότερο,
οπότε τη σκοτίζομαι τι γίνεται στον κόσμο,
αφού όποτε του μιλώ με γεμίζει με φόβο,
για το πως ξεπουλιέται για το τίποτα
που χάνει τα πάντα και μένει στο στοίχειωμα,
όπως όμως τον τρομάζω κι εγώ μ’ αυτήν που κάνω επιλογή
που χαλάω μια ολόκληρη ζωή για να ζήσω μια στιγμή,
όταν μιλάω σε τόσους για ν΄ ακούσει ο ένας 
που λέω τόσα πολλά χωρίς κανένα ψέμα,
που φοράω αυτό το καμένο τόσα χρόνια δέρμα,
που δεν φοβήθηκα όταν έμενα μόνος στο τέρμα.
Αυτά κι άλλα πολλά με κάνανε να το αποφασίσω 
κι έναν άλλο κόσμο για μένα να χτίσω
χώρια από τον δικό σας
ξεχωριστά απ’ τ’ όμορφο για σας όνειρο σας.
Έτσι λοιπόν όπως σας άφησα να ζήσετε,
ζήστε, και στο αντάμωμα μας μην ελπίζεται,
θα μείνω εδώ που επέλεξα να ζω
θα ζήσω εδώ, γιατί το θέλω εγώ.