Την επόμενη μέρα τον ξύπνησαν κελαιδήματα πουλιών
σαν άνοιξε τα μάτια ο ουρανός είχε ένα περίεργο φως 
ένα φως κάπως ροδοκόκκινο με λίγες πινελιές γαλάζιου
χωρίς σύννεφα, μα ο ήλιος να βασιλεύει μονάχος 
τα πουλιά τραγουδούσαν ένα γνωστό του τραγούδι 
και μύριζε πολλές μυρωδιές από λουλούδια
σηκώθηκε κοιτάζοντας τριγύρω να δει αν είναι μόνος
μα κανείς κι ήταν σα να τον κοροϊδεύει ο χρόνος. 
……………………………………………………………………………………
Οι μέρες περάσανε και γίνανε μήνες 
κι αυτός ζούσε εκεί ξεχνώντας άλλες μνήμες 
έκανε φίλους περιστέρια που έρχονταν απ’ το πουθενά
και με γοργόνες κολύμπαγε μέσα σε δάκρυα χαράς
σκαρφάλωνε πάνω σε φτερά αετών 
και πετούσαν μέχρι ν’ αγγίξουν βυθό 
πήγαινε βόλτα στο δάσος στο πιο ψηλό βουνό 
κι αν χανόταν τα δέντρα δείχνανε δρόμο για το γυρισμό
είχε φτιάξει ένα σπίτι με πέταλα τριαντάφυλλων
και για φύλακα είχε βάλει ένα σκίουρο αδάμαστο 
το τραγούδι των πουλιών τα βράδια απαλά ηχούσε 
νανούρισμα γλυκό απ’ αυτά που αγαπούσε.