Είναι τα μάτια σου ένας απέραντος βυθός κι εγώ μέσα τους θέλω μια για πάντα να χαθώ σαν ναυαγός σε μια ξένη στεριά που τράβηξε για τη σωτηρία του πανιά και τα σήκωσε κόντρα στον άνεμο να βρει την σωτηρία του κάπου στο άγνωστο μια φουρτούνα όμως τον τράβηξε σ’ άγνωστα νερά κι εκεί που τον πήρε δεν φαινόταν η στεριά έτσι κατέβασε πανιά και στη μέση του ωκεανού περίμενε βοήθεια να έρθει από παντού μα τίποτα, ώσπου ένα βράδυ όχι σαν τ’ άλλα μια μπόρα τον χτύπησε κάνοντας τη βάρκα κομμάτια πάλευε με τα κύματα μα η μάχη άνιση κι έτσι να αφεθεί πήρε την απόφαση.