Ήταν θυμάμαι καλοκαίρι όταν ήμουνα δουλειά
κι ένα οχτάστιχο έφτιαξα στα ξαφνικά
δεν λέει τίποτα απλά κάποιες σκέψης
που τις ταίριαξα με ανούσιες λέξεις…

Άλλη μια Τρίτη εδώ στη δουλειά
είχα μήνη μόνος φύγανε τ' αφεντικά
καθισμένος σε μια καρέκλα να χαζεύω
και με το χαρτί παρέα να ξεμένω
ένας καφές κι ένα τσιγάρο
που θα τ' άναβα για να ξαποστάσω
έτσι φαντάζομαι θα με πάρει η νύχτα
με αυτό τον καφέ κι όλη του την πίκρα.
κι αυτό το χαρτί που άσπρο είναι ακόμα
που μου φωνάζει γέμισε με, με χρώμα…

«Γέμισε με, μ’ ότι μπορείς
μ΄' ότι νιώθεις αυτή τη στιγμή…
Γέμισε με , μ' αγάπη γέμισε με, με οργή
με ότι τώρα γυροφέρνει στην ψυχή…
Με πόνο με δάκρυ
ακόμα κι ένα προδομένο χάδι,
με κρύο, με ζέστη, με χαρά
φτάνει να μου μιλήσεις καθαρά.»

Κι εγώ χαρτί μου με την τόση ειλικρίνεια
πήρα ανάσα και ξέφυγα απ’ τα ίδια
απ’ τα υπομένα και κλεμμένα
απ’ τα τόσα δανεισμένα και χαμένα
και σου χαρίζω τις στιγμές μου
απ’ τη ζωή ομορφιές κι απ’ τις λίγες χαρές μου.

Από ενοχές, τις στιγμές απ’ τις τόσες μοναξιές μου...
που έζησα και χάραξα επάνω σου με τόσες συλλαβές μου.