Ήμουνα γύρω στα 20 όταν άλλαξε η ζωή μου χωρίς μετάνοιες, αφού έγινε κατ’ επιλογή μου, δεν ήμουνα σοφός μα ούτε κι αδιάφορος κατέβαινα σε μάχες και ήμουν πάντα άοπλος. Φίλους συμπαραστάτες είχα πολλούς αρμάδες από αδερφούς, που φτιάχναν στρατούς μα ήμουν και περήφανος και εγωιστής και μόνος μου πάλευα την κάθε στιγμή. Μάνα και πατέρας με είχανε από κοντά μα ποτέ δεν έβαζα τα προβλήματα μου μέσα σε αγκαλιά, γυναίκες πάμπολλες να τραβιέμαι γενικά μα τις έδιωχνα όταν με βλέπανε πραγματικά, τους έδιωχνα όλους να στο πω πιο απλά όσους με νοιάζονταν και μ’ αγαπούσαν ειλικρινά. Ήμουν τόσο εγωιστής που έβλεπα θολά απ’ τον εγωισμό μου, δεν ήτανε μαγκιά κι ας νόμιζαν οι γύρω μου πως πέρναγα καλά, την μέρα με βλέπανε σαν άτομο αξιοπρεπή. Μα τα βράδια δεν τους έψαχνα γιατί γινόμουνα λιώμα και δεν ήθελα κανένας τους όπως γινόμουν να με δει. Τριγύρναγα στους δρόμους μέσα στη βροχή έχοντας στη τσέπη ένα φλασκί μ’ αλκοόλη ή στο δωμάτιο κλεινόμουν μοναχός μου να σκοτώνω γλυκά τον εαυτό μου. Τον άκουγα χωρίς να βγάλω λέξει με προσοχή, αφού έκανε τη σκέψη μου να τρέμει, μα για κάπου σάστισα και τον διέκοψα του είπα για στάσου και τον θύμωσα, μα ήθελα να τον ρωτήσω τη με νοιάζει η ζωή του και που θα καταλήξει αυτή η αφήγηση του και μου είπε να σιωπήσω και να τον ακούσω, ν’ ανοίξω τ’ αυτιά μου και τη γλώσσα μου να δύσω.