Γίνεται μέσα μου ένας πόλεμος ψυχολογικός 
κι εγώ να προσπαθώ από κάπου να πιαστώ,
από μια γυναίκα που τρελά αγαπώ 
μα να μη με καταλαβαίνει λεπτό.
Να μην βλέπει το πόσο πονώ και ηρεμώ 
μονάχα όταν στα μάτια της κοιτώ,
να μην μ’ αισθάνεται καθόλου, το πόσο λιώνω 
και μόνο το χαμόγελο της μου απαλύνει τον πόνο,
η ζεστή αγκαλιά της και τα γλυκά τα φιλιά της,
η πλανεύτρα εμφάνιση κι η ατόφια ομορφιά της.
Μα εσύ δεν με κατάλαβες ποτέ, νόμιζες αδιαφορούσα
μα όταν κοιμόσουνα στο στήθος μου μονάχα ηρεμούσα,
για τα κομμάτια μου έγινες Μούσα 
κι η πρώτη σκέψη όταν ξυπνούσα.
Σε βλέπω στους στίχους μου και καταλαβαίνω 
το πόσο σ’ αγαπώ και το πόσο σε θέλω, 
το χέρι μου τρέμει όταν γράφει για σένα
γιατί είναι τόσα στο μυαλό μου και μπερδεμένα.
Νηφάλιος έγραψα το 1ο, νηφάλιος και το 2ο 
κι ακόμα μέσα μου νιώθω τόσο ένοχος,
που δεν κατάφερα να σου δείξω ποιος είμαι,
μωρό μου εσύ ποτέ σου μέσα μου δεν είδες.