Θέλω να μάθω αλήθεια τη φοβάσαι
πες μου τη σε κάνει και δεν κοιμάσαι
και τα βράδια που έρχονται φοβάσαι
πες μου γιατί με το φόβο κοιμάσαι.

Ο θάνατος είναι αυτός που σε φοβίζει;
ίσως πολύ σημασία του ‘δωσες που δεν αξίζει
δες τη σκάρωσα όμως για την πάρτι του
για να κλέψω λίγο από τη χάρη του.

Ό θάνατος είναι σκληρός και τυφλός
δεν βλέπει αν είσαι νέος ή γέρος απλός
αποφασίζει πως ήρθε η σειρά σου
να αφήσεις πίσω όσα νόμιζες δικά σου.

Και τότε τέλος...
Σε σέρνει μαζί του μέσα στο έλος

Δεν τον νοιάζει αν είσαι έφηβος, μωρό ή παιδί
νεογέννητο ή ακόμα και μέσα στη κλινική
αγέννητο μέσα στην μήτρα ακόμα
κι η μάνα να κουβάλαγε ενιάμηνό το πτώμα.
Δεν τον νοιάζει ο πόνος της μάνας
ίσως να χαίρεται με κάθε της κλάμα
με κάθε της δάκρυ και κάθε της λυγμό
ένα ακόμα αγγελούδι στο χαμό.
Δεν τον νοιάζει αν είσαι αδερφός, μητέρα ή πατέρας
φτάνει πάντα ακάλεστος, σαν ένα τέρας
φορώντας τα ρούχα του που πλένονται με αίμα
έχοντας πάνω του κόκκαλα φόνων κρεμασμένα.
Τη και αν είσαι παππούς ή γιαγιά
στον τάφο θα σε ρίξει κάτω απ’ το χώμα βαθιά
για να ταΐσει μόνο και μόνο την αδυναμία του
την μοναδική ίσως φοβία του.

Σε σκοτώνει λοιπόν και νικάει την ανία του
όμως δεν είναι αυτή σου λέω η φοβία του
είναι ότι κάπου κάποιος μπορεί
χωρίς τον φόβο του Θανάτου να ζει,
τον εαυτό του ποτέ να μην λυπάται
ας ξέρει για τον ερχομό του πάλι ήσυχος κοιμάται
κι όταν έρθει αυτός στα μάτια θα τον κοιτάξει
ξέροντας πως ούτε στιγμή δεν θα δειλιάσει.

Ο θάνατος αυτό το βράδυ ήρθε εδώ για να σφάξει
το άτομο που πριν πεθάνει στα μάτια θα τον κοιτάξει
το ξέρει κι ο ίδιος πώς έχει χάση
κι απ’ την απληστία του ήρθε να τον πάρει.
Απ’ την υπεροψία του ήρθε να σκοτώσει
ένα άτομο που ποτέ δεν είχε στοιχειώσει
που ξεπέρασε για πάντα τις φοβίες του
και ζούσε μόνος μέσα στις ιστορίες του.