Ήτανε βράδυ αν θυμάμαι καλά έβρεχε ασταμάτητα κι ήταν όλα παγερά εγώ ήμουνα στο σπίτι μόνος μου και τα έπινα, η ώρα πέρασε κι εγώ περίεργα κατάντησα. Ήμουνα μόνος μου δεν ήθελα κανέναν για παρέα έκλεισα και τα τηλέφωνα και μίλαγα σε εμένα. Κάπνιζα και τα έσβηνα και τα ποτά μου έσμιγα, ξέφευγα, ερχόμουνα και περπατούσα ανάποδα. Μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα χτύπησε η πόρτα, νόμιζα ήταν χτύπημα απ’ της βροχής τη φόρα, δεν περίμενα κανέναν αυτή την ώρα, μόνος μου, κανένας, ούτε εγώ με εμένα τώρα. Σηκώθηκα προσπαθώντας να φτάσω στην πόρτα ρωτώντας απορημένος ποιος είναι τέτοια ώρα κι ακούω μια βραχνή φωνή να μου απαντάει ¨άνοιξε την πόρτα, δεν είναι αυτή που σου μιλάει¨. Την ανοίγω με περιέργεια κι όλα ήταν σκοτάδι και μια μορφή ξαφνικά σα να με πλησιάζει, πιάστηκα για λίγο, νόμιζα πως είχα πεθάνει, μα ήταν άνθρωπος τελικά κι όχι δαίμονας για να με πάρει όπως νόμιζα, έτσι νόμιζα αφού ήτανε κάπως γύρω στα σαράντα με ύφος σαν λάθος, μπήκε και κάθισε σα να γνώριζε το σπίτι, του λέω ¨τι;¨ και μου λέει θέλει να μου μιλήσει, φορούσε μαύρα λες και ήταν σε κηδεία αξύριστος και ατημέλητος σα μια περίεργη ιστορία. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ και βρομούσε καπνούς σα να χόρευε με δαίμονες απελπισμένους χορούς, μου λέει ¨κάτσε και θα σου πως μια ιστορία και άκουσε με καλά, αυτά που θα σου πω δεν είναι ψέμα μα πέρα για πέρα αληθινά¨. Έτσι σώπασα κι εγώ και γεμίζοντας το ποτήρι, άναψα ένα τσιγάρο, πίνοντας μια γουλιά για να μπορέσω αυτά που θα μου πει να καταλάβω.