Βρήκα ένα κομμάτι σου παππού να διορθώσω
το έπιασα στα χέρια να το φτιάξω,
τόσα χρόνια μετά τα ίδια λόγια, τα ίδια,
τα ίδια συναισθήματα, τα ίδια ερεθίσματα.
Το πως ένιωθα που περίγραφα δεν έχει αλλάξει 
ο χρόνος δεν με ηρέμησε κι αυτό με τρομάζει,
δεν πατάω στο κοιμητήριο, δεν θέλω να ξέρω,
για ζωντανό σε νιώθω γι’ αυτό δεν υποφέρω.
Στο ψέμα υποκύπτω παππού για να σε σώσω 
και στην ψευδαίσθηση μου πιο ζωντανό σε νιώθω.
Πνίγομαι μέσα σε αναμνήσεις όταν μου μιλάν για σένα 
και βουτάω στα βαθιά όταν μου λένε πως τέρμα.
Είσαι νεκρός και πρέπει να το χωνέψω,
παππού πρέπει να ξεμπερδέψω,
για πες μου που είσαι σε κοιμητήριο ή σε νεκροταφείο 
όταν τα παγωμένα χέρια σου κράταγα ψιθύρισες αντίο,
πες μου αν θα έρθω να ξέρω που θα ‘μαι 
σε νεκροταφείο ή να σε δω να κοιμάσαι; 
Θα ‘ρθω παππού μόνος μου για να σου μιλήσω 
σκέψεις μου να σου τραγουδήσω για να σε ξυπνήσω,
γιατί δεν πέθανες παππού, έτσι μου είπαν,
ότι κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα σε μια μικρή τρύπα.
Παππού πως να το πιστέψω ότι δεν ζεις 
ακόμα κι η σκυλίτσα σου τρέχει να σε βρει,
όταν την ρωτάω που είναι ο παππούς αμέσως τρέχει 
στην είσοδο της αυλής και σε περιμένει.
Δένω τα χέρια μου σφιχτά με την κληρονομιά σου 
τις κόρες σου, τα εγγόνια σου κι όσα μεγάλωσες παιδιά σου
και μ’ όσους πιστεύουν πως μια μέρα θα ξυπνήσεις 
κουρασμένος απ’ τη δουλειά, βράδυ σπίτι να γυρίσεις.

…παππού σε περιμένω.