Τη κι αν δεν γουστάρεις αυτά που φοράς
μ’ αυτά ο καθένας εσένα θα κοιτά
το πήρα απόφαση θα ‘ρθω και εγώ μαζί σου
και θα αφήσω πίσω την ήσυχη ζωή μου.
Θα αλλάξω ρούχα, στιλ, κι όλα θα φαίνονται ωραία
κι όλοι τότε θα με κάνουνε παρέα,
θα αλλάξω εαυτό, θα φορέσω κάποιον άλλο πιο μεγάλο
τη σημασία θα ‘χει αν δεν θα είμαι εγώ αφού θα είμαι κάποιος.

Με έχει πιάσει αηδία
στο χαρτί θα κάνω εμετό, θα πάει κι η ιστορία,
καλύτερα ρε μάγκα άλλη φορά να πούμε
για αυτούς ρε τους τύπους που κράξιμο ζητούνε.
Ας τους αφήσουμε τώρα στη χαρά τους
μην παίρνουνε τηλέφωνο όλη νύχτα τη μαμά τους.

Πέρασε η νύχτα, και τη θα ’κανα αν δεν είχα
ένα καφέ κι ένα χαρτί, του θεού μου την προίκα
γιατί ειν’ αυτά που μαζί τους ξεφεύγω
το χαρτί μου εισιτήριο και ταξιδεύω, 
από το νησί μου το σκάω
και σ’ άλλους κόσμους τριγυρνάω
κι ο καφές με κρατάει πάντα ανεβασμένο
για το ταξίδι μου να μην πάει χαμένο.