Αραχτός σε μια γωνιά στην παραλιακή
βλέπω τον κόσμο να περνά από δω κι από κει
παρέα μ’ ένα καφέ και μια κόλα χαρτί
και στοίχους βγαλμένους από τη ζωή.

Βλέπω τον κόσμο να περνά
ντυμένος στην τρίχα, τη κι αν δεν έχει λεφτά
αυτοκίνητο ακριβό και πάντα καθαρό
τη κι αν η τράπεζα θα του πάρει και το σπιτικό.
Άλλες κοπελιές από δω που περνάνε
μήτε εσώρουχα ούτε ρούχα, τίποτα δεν φοράνε
με έξω τα στήθια κάποιο θύμα κυνηγάνε
να το ξεμυαλίσουνε και για άλλον πάλι πάνε.
Άλλοι μέσα σ’ ένα αμάξι πού θα ζήλευε ο καθένας
του μπαμπά είναι ρε, αχ τα καλομαθημένα
και με κοριτσάκια που κοιτάνε
μόνο τη μάρκα και τη φίρμα που φοράνε.

Έχω δει πολλούς μα θα δω άλλους τόσους
έχω αφήσει πίσω αρκετούς ακόμα ρόλους
απ’ αυτούς που φοράνε κάθε βράδυ
είναι γελοίοι χωμένοι μες τη λάσπη.
Για ένα καφέ όταν θα πάνε
πρέπει να’ ναι μάρκα τα ρούχα που φοράνε
έστω ένα περίπατο ή σένα μπαράκι 
πρέπει να ντυθούνε σαν ένα καρναβάλι.