Αραχτός σε μια γωνιά στην παραλιακή
βλέπω τον κόσμο να περνά από δω κι από κει
παρέα μ’ ένα καφέ και μια κόλα χαρτί
και στοίχους βγαλμένους από τη ζωή.

Βλέπω τον κόσμο να περνά
ντυμένος στην τρίχα, τη κι αν δεν έχει λεφτά
αυτοκίνητο ακριβό και πάντα καθαρό
τη κι αν η τράπεζα θα του πάρει και το σπιτικό.
Άλλες κοπελιές από δω που περνάνε
μήτε εσώρουχα ούτε ρούχα, τίποτα δεν φοράνε
με έξω τα στήθια κάποιο θύμα κυνηγάνε
να το ξεμυαλίσουνε και για άλλον πάλι πάνε.
Άλλοι μέσα σ’ ένα αμάξι πού θα ζήλευε ο καθένας
του μπαμπά είναι ρε, αχ τα καλομαθημένα
και με κοριτσάκια που κοιτάνε
μόνο τη μάρκα και τη φίρμα που φοράνε.

Έχω δει πολλούς μα θα δω άλλους τόσους
έχω αφήσει πίσω αρκετούς ακόμα ρόλους
απ’ αυτούς που φοράνε κάθε βράδυ
είναι γελοίοι χωμένοι μες τη λάσπη.
Για ένα καφέ όταν θα πάνε
πρέπει να’ ναι μάρκα τα ρούχα που φοράνε
έστω ένα περίπατο ή σένα μπαράκι 
πρέπει να ντυθούνε σαν ένα καρναβάλι.


Τη κι αν δεν γουστάρεις αυτά που φοράς
μ’ αυτά ο καθένας εσένα θα κοιτά
το πήρα απόφαση θα ‘ρθω και εγώ μαζί σου
και θα αφήσω πίσω την ήσυχη ζωή μου.
Θα αλλάξω ρούχα, στιλ, κι όλα θα φαίνονται ωραία
κι όλοι τότε θα με κάνουνε παρέα,
θα αλλάξω εαυτό, θα φορέσω κάποιον άλλο πιο μεγάλο
τη σημασία θα ‘χει αν δεν θα είμαι εγώ αφού θα είμαι κάποιος.

Με έχει πιάσει αηδία
στο χαρτί θα κάνω εμετό, θα πάει κι η ιστορία,
καλύτερα ρε μάγκα άλλη φορά να πούμε
για αυτούς ρε τους τύπους που κράξιμο ζητούνε.
Ας τους αφήσουμε τώρα στη χαρά τους
μην παίρνουνε τηλέφωνο όλη νύχτα τη μαμά τους.

Πέρασε η νύχτα, και τη θα ’κανα αν δεν είχα
ένα καφέ κι ένα χαρτί, του θεού μου την προίκα
γιατί είναι αυτά που μαζί τους ξεφεύγω
το χαρτί μου εισιτήριο και ταξιδεύω, 
από το νησί μου το σκάω
και σ’ άλλους κόσμους τριγυρνάω
κι ο καφές με κρατάει πάντα ανεβασμένο
για το ταξίδι μου να μην πάει χαμένο.