Μ’ αρέσουν εκείνα τα δειλινά που γκριζεύει ο ουρανός
μιας Κυριακής που ‘ναι ήσυχος και σιωπηλός ο καιρός,
που μου βάζει στο χέρι την πένα για να πω
για το πιο όμορφο κι απλό αγαθό.

Μ’ αρέσουνε οι βόλτες στο δρόμο όταν ρίχνει ψιχάλες
με τα πόδια κι όταν σ’ αγγίζουν είναι σαν αγκάλες,
μεγάλες μα και τόσο μικρές αγάπες
μα ευτυχώς δεν είναι απάτες.

Μ’ αρέσει όταν ξυπνάω το απόγευμα μετά από πιόμα
και το μυαλό μου είναι καθαρό σα να είναι σε κόμμα,
τότε μπορώ να γράψω ανέκφραστα ακόμα
κι όταν δεν μου το επιτρέπει η ώρα.

Μ’ αρέσει το φεγγάρι όταν είναι χλωμό
όταν βραδιάζει και μου φωτίζει το στενό,
αυτό που διαβαίνω για να ξανά 'ρθώ
στο γυρισμό του ανούσιου με το σημαντικό.

Μ’ αρέσει όταν χάνομαι μέσα σε καπνούς
τα βράδια μαζί με φίλους μου παλιούς
και το αλκοόλ να κυλάει στις φλέβες
για τις επόμενες και αρκετές ακόμα μέρες.

Μ’ αρέσουν οι συζητήσεις χωρίς επίθετα
να μιλάμε με προτάσεις σαν αινίγματα,
χωρίς να σου εξηγώ, γιατί καταλαβαίνεις
αυτό που θέλω να σου πω χωρίς να σου πω τη λέξη.

Μ’ αρέσει να γράφω λόγια μπερδεμένα
για κάποιους ακατανόητα και ανακατεμένα,
γι’ άλλους δυσνόητα και κακογραμμένα,
μα ευτυχώς για κάποιους εύστοχα στοχευμένα.

Για παράδειγμα όπως γράφω τώρα,
χρεωμένα τα λόγια σε χαμένα ρολόγια,
σε ώρες που για ώρες σταματήσαν,
μα δεν χαθήκαν και στο μυαλό μου σταθήκαν.