Γράφω απόψε ένα κομμάτι χωρίς κανένα σκοπό,
χωρίς κάποιο θέμα ή κάτι που έχω στο μυαλό,
μπερδεμένες φράσεις χωρίς κάποιο ενδοιασμό
που θα χαθεί ανούσια μέσα στον καιρό.
Ίσως και να είναι λέξεις που θέλω να ξεφορτωθώ
μα ίσως και να τις ξεχάσω απάνω στον ειρμό.
Μην προσπαθήσεις να το πιάσεις δεν έχεις ρυθμό 
είναι ένα κομμάτι τόσο θολό κι άλλο τόσο νεκρό. 
Τα προηγούμενα μιλούσαν για θλίψη, μοναξιά κι αγάπη,
μα τι όμορφες λέξεις, ποτέ μην τις ξεχάσεις.
Μην τις χάσεις στο χαμό αυτού του κομματιού 
κράτα τες σαν χαμόγελο κάποιου μικρού παιδιού.
Άλλα μιλούσαν για τον θάνατο, ρομάντζα κι απάτες,
για βουβούς που φωνάζαν για να ακούσεις τις αυταπάτες.
Τη έγιναν αυτά τα κομμάτια, θαφτήκαν στο χρόνο;
Αυτά που μιλούσαν για τον άτρωτο όταν γνώρισε τον πόνο,
όταν η χαρά του αντάμωσε τον τρόμο
κι έκλαιγε γελώντας από τον φόβο. 
Ομοιοκαταληξία πάλι καλά που έχει αυτό το κομμάτι 
γιατί αν δεν είχε ούτε αυτό θα μου έβγαζε το μάτι.
Δεν έχω απωθημένα κι αν νομίζεις αυτό,
να μείνουν όσα διαβάζεις από τη δικιά μου πένα.
Μετά από καιρό αναρωτιέμαι αν θα το ψάξω,
αν αυτό το κομμάτι θα το ξανά διαβάσω,
σαν αυτά που διαβάζω όταν ξεπερνώ τα όρια μου 
που με δείχνουν γυμνό, που μπορείς να δεις τα σωθικά μου,
να δεις την καρδιά μου κι αν προσέξεις καλά
θα δεις την πληγή και δίπλα την λογική να γελά.

Εγώ την βλέπω κι ακούω τη λογική να γελάει 
χαίρομε, γιατί της το είπε πως κάποτε θα την πάθει,
όπως την έπαθε ξανά και πάλι αυτό το βράδυ 
κι αν δεν πιστεύεις διάβασε ξανά αυτό που έχει γράψει.